- δωρολήπτης
- οαυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δωρολήπτης — greedy of gain masc nom sg δωροληπτέω take presents imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρολήπτης — ο (AM δωρολήπτης) 1. αυτός που δέχεται δώρα 2. ο άπληστος για κέρδος, αυτός που δωροδοκείται … Dictionary of Greek
δωρολῆπται — δωρολήπτης greedy of gain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρολήπτην — δωρολήπτης greedy of gain masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρολήπτας — δωρολήπτᾱς , δωρολήπτης greedy of gain masc acc pl δωρολήπτᾱς , δωρολήπτης greedy of gain masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мьздоимьць — МЬЗДОИМЬЦ|Ь (9*), А с. Тот, кто взимает поборы; корыстолюбец: сь || бѣ агнѧ а не волкъ. не бѣ бо хита˫а ѿ чюжи(х) домовъ б҃атьства. ни збира˫а ѥго ни тѣмь хвалѧсѧ. но паче ѡбличаше грабителѧ. и мздоимца. ЛЛ 1377, 149–150 (1216); ни тати ни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ԿԱՇԱՌԱՌՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 1052 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 12c ա.գ. δωρολήπτης, δωροδεκτής munerum acceptor. Առօղ զկաշառ. կաշառակուրծ. կաշառք առնօղ՝ ուտօղ. *Սատակէ զանձն իւր կաշառառուն. Առակ. ՟Ժ՟Ե. 27: *Հուր այրեսցէ զտունս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)